Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκτελείω — ἐκτελείω (Α) επικ. τύπ. τού εκτελώ … Dictionary of Greek
εκτελειώ — ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ ( όω) επιτατ. τού τελειώ* (Α) κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ … Dictionary of Greek
εκτελεώ — ἐκτελεῶ ( όω) (Α) εκτελειῶ* … Dictionary of Greek